- κατεπαίρομαι
- κατά-ἐπαίρωlift up and set onpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατεπαίρομαι — (AM) (επιτ. τ. τού επαίρομαι) αλαζονεύομαι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπ αίρομαι «υπερηφανεύομαι»] … Dictionary of Greek
κατέπαρσις — κατέπαρσις, άρσεως, ἡ (Α) [κατεπαίρομαι] παρεμβολή … Dictionary of Greek
κατεπαρτικώς — κατεπαρτικῶς (Μ) επίρρ. με έπαρση, αγέρωχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατεπαίρομαι, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *κατεπαρτικός] … Dictionary of Greek